- κραταιώνω
- (AM κραταιῶ, -όω) [κραταιός]κάνω κάποιον ή κάτι κραταιό, ισχυροποιώ, ενισχύω, ενδυναμώνω («τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῡτο πνεύματι», ΚΔ)μσν.-αρχ.φρ. «κραταιοῡμαι ὑπέρ τινα» — υπερισχύω κάποιου («ἐὰν κραταιωθῆ Συρία ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς σωτηρίαν», ΠΔ)αρχ.1. επικρατώ, υπερισχύω2. μέσ. κραταιοῡμαι, -όομαισυγκρατώ, ελέγχω, χαλιναγωγώ («πάθη λόγῳ κραταιοῡσθαι», Φίλ.)3. παθ. αποφασίζω, παίρνω μια απόφαση, διαμορφώνω μέσα μου μιαν απόφαση («ἰδοῡσα... ὅτι κραταιοῡται αὐτὴ τοῡ πορεύεσθαι μετ' αὐτῆς», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.